- δραστηριοποιούμαι
- δραστηριοποιούμαι, δραστηριοποιήθηκα, δραστηριοποιημένος βλ. πίν. 74
,βλ. πίν. 75
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δραστηριοποιούμαι — ( έομαι) γίνομαι δραστήριος, ενεργητικός … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
ξεσκουριάζω — 1. καθαρίζω την επιφάνεια μεταλλικού αντικειμένου από τη σκουριά 2. μτφ. α) αποκτώ νέες δυνάμεις, ανακτώ ζωντάνια, εγκαταλείπω την αδράνεια, δραστηριοποιούμαι β) ικανοποιώ σεξουαλικές ορέξεις … Dictionary of Greek
ξεσπαθώνω — 1. τραβώ και βγάζω το σπαθί ή το ξίφος ή τη λόγχη από τη θήκη, ξιφουλκώ («ο Έλλην ξεσπαθώνει...») 2. μτφ. κινούμαι δραστήρια, δραστηριοποιούμαι υπέρ ή εναντίον κάποιου, κινώ εκστρατεία για τη λύση ενός προβλήματος 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek